Το fine dining συναντά την παράδοση στους Πεύκους στη Ρόδο!

Στο νησί της Ρόδου, οι επιλογές για καλό φαγητό είναι πολύ περιορισμένες.
Πέραν των μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού, αξιόλογων εστιατορίων, γενικά επικρατεί ένα χάος… μαγαζιά με σημαιάκια ξένων χωρών, “κράχτες” και φαγητό μετριότατο έως κακό.
Χάρηκα πολύ που φτάνοντας στο νησί, έλαβα μήνυμα από φίλο chef που εκτιμώ ιδιαίτερα και εμπιστεύομαι τη γνώμη του σχετικά με καλό φαγητό, ο οποίος μου είπε: “Στο Hellas Restaurant, στους Πεύκους πρέπει να πας!” Το ύφος του δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης και χωρίς δέυτερη σκέψη βρέθηκα σ’ένα χωριό δίπλα στη Λίνδο, μια ώρα απόσταση με το αυτοκίνητο απ’την πόλη της Ρόδου.
Ο δρόμος δεν είναι ο καλύτερος και ιδιαίτερα βράδυ που δεν υπάρχει φωτισμός, αλλά το αντιπαρέρχομαι αφού η κατάσταση είναι συνήθης σε πολλά νησιά μας και σε επαρχιακούς δρόμους.

Φτάνοντας στους Πεύκους, η πρώτη εικόνα που είχα είναι ότι τα μαγαζιά απευθύνονται κατά βάση σε τουρίστες· λογικό αφού η Λίνδος είναι σε κοντινή απόσταση.
Το “Hellas Restaurant” εξωτερικά τουλάχιστον δεν έκανε τη διαφορά και σίγουρα δεν θα το ξεχώριζα ώστε να επιλέξω να δειπνήσω εκεί. Ακόμη και το όνομά του, δεν ήταν εκείνο που θα με παρέσυρε να φάω εκεί…
Επειδή όμως – πάντα αναφορικά με το φαγητό – είμαι ανοιχτή στις προκλήσεις και η παρότρυνση από άνθρωπο του χώρου, δε μου άφηνε περιθώρια επιλογής, βρέθηκα με μια φίλη, ένα βράδυ στα μέσα του Αυγούστου στην όμορφη αυλή του “Hellas Restaurant” και αφέθηκα να δοκιμάσω το μενού degust του Κυριάκου Ιακωβίδη.

Η ιστορία ξεκινούσε ως εξής:
Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι τα λόγια του παππού μου, τις ιστορίες που μου έλεγε με τόση αγάπη… Παίρνανε τη βάρκα τους και κατέβαιναν για ψάρεμα στο Ψαρόσκαλο, ενώ άλλες πάλι φορές κανονίζανε όλοι οι φίλοι μαζεμένοι με τα καϊκια τους να πάνε στα κοντινά νησιά, για να κάνουν την “καλή ψαριά”.
Ύστερα πηγαίνανε στα διπλανά χωριά, στους Γιανέρηδες για να ανταλλάξουνε την πρώτη ύλη. Δεν υπήρχαν ψυγεία τότε, έτσι παστώνανε τα ψάρια ή τα κρεμούσαν έξω στο κρύο στα φανάρια για να διατηρηθούν.
Τότε ο γάμος ήταν γιορτή και κρατούσε 3 μέρες και 3 νύχτες. Οι γυναίκες του χωριού φτιάχνανε σουρμπέτι για τα κρεββάτια και μελεκούνια για το γάμο και τα κερνούσαν σ’όλο το χωριό.
Νοσταλγώ τις παλιές εποχές, εκείνες που η έξοδος ήταν να πας στο καφενείο του χωριού και να πιεις μια σούμα με τους φίλους σου…”
Και μπαίνοντας στο κλίμα μ’αυτά τα λόγια από το chef που είχε αφήσει σ’ένα φυλλάδιο μπροστά στον καθένα μας, ξεκινήσαμε το δείπνο μας στο εστιατόριο.
Το μενού γευσιγνωσίας αποτελούσε ένα “ταξίδι στη Νότια Ρόδο” το μέρος όπου μεγάλωσε και είχε τις μνήμες του ο chef, ο οποίος του έδωσε κι αυτό τον τίτλο.

Ξεκίνημα με τρεις διαφορετικές μπουκιές που η καθεμιά σε πήγαινε πίσω στο χρόνο… σε γεύσεις αγαπημένες του Κυριάκου Ιακωβίδη και μυρωδιές απ’τα βότανα και τα χορταρικά της Λίνδου, όπου μεγάλωσε.
Λόπια Κατταβιάς με γαύρο μαρινάτο, περικαφτή και ταραμά. Φαντάζομαι θα έχετε τις ίδιες άγνωστες λέξεις με μένα· τα λόπια είναι ποικιλία ξηρού φασολιού που χαρακτηρίζεται Π.Γ.Ε. και έχει προσαρμοστεί στις εδαφοκλιματικές συνθήκες του χωριού Κατταβιά, που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Ρόδου.
Η περικαφτή, ψωμί προζυμένιο από ξυλόφουρνο που ψήνεται στο κάρβουνο με λαδορίγανη και χοντρό αλάτι. Ήταν πολύ ωραίος ο συνδυασμός με το μαρινάτο γαύρο (αν και υπερίσχυε η οξύτητά του) και την ταραμοσαλάτα.
Στη συνέχεια πιταρούδι με κολοκύθι, δυόσμο, κάπαρη και γιαούρτι. Με συνταγή της γιαγιάς Τσαμπίκας – η οποία ήταν στην κουζίνα – και αρτυμένο με ντόπια μυρωδικά.
Και η τρίτη μπουκιά πατούσε πάνω σε παραδοσιακή συνταγή της γιαγιάς (η οποία το μόνο που δε θα είχε σκεφτεί, θα ήταν να βάλει το σουπιόρυζο σε αφυγραντήρα)!
Έδωσε όμως τη γνώση και ο εγγονός πατώντας πάνω σ’αυτή, με πολύ καλή πρώτη ύλη, δημιούργησε ένα πιάτο φανταστικό.
Μια πεντανόστιμη σουπιά με μαρμελάδα λεμόνι και μάραθο, πάνω σε κράκερ σουπιόρυζου.
Το μενού ανέφερε ως επόμενο πιάτο, ρίκι “τσακιστό” αλλά ο chef δημιουργεί με ότι βρει φρέσκο στην αγορά ή ότι καλό βγάλει η ψαριά. Έτσι το ρίκι έγινε ένα φοβερό τονάκι, το οποίο καπνίζει ο ίδιος στο εστιατόριο. Το σέρβιρε πάνω σε πάστα από κρίταμο και φρέσκα φασολάκια που στο νησί τα λένε αρωϊνους. Σερβίροντάς το πρόσθεσε ένα ζωμό εσπεριδοειδών, πάλι με έντονη οξύτητα.

Θέλοντας να κάνει ο chef μια αναφορά στον τρόπο που οι ψαράδες διατηρούσαν τα ψάρια για καιρό, παρουσίασε τον τόνο σ’ένα κασελάκι με χοντρό αλάτι· μνήμες απ’το παρελθόν συνδυασμένες με σύγχρονες τεχνικές έδιναν ένα πολύ καλό και ισορροπημένο αποτέλεσμα στο πιάτο.

Στη συνέχεια γιαπράκια θαλασσινών με γέμιση από φρέσκες γαρίδες και το φύλλο ήταν από κυκλάμινα κι όχι από αμπελόφυλλα όπως περίμενα.
Το πιάτο ολοκλήρωνε ένα πλούσιο αυγολέμονο με ζωμό απ’τις γαρίδες, που ήθελες να γευτείς ως την τελευταία σταγόνα.

Το Λινδιακό γαριδάκι με υφές από παντζάρι ήταν πεντανόστιμο.

Αμέσως μετά ήρθε ο φρέσκος μπακαλιάρος με χόρτα εποχής (από τα Βλύχα της Ρόδου) με σύβραση, κρέμα από τα χόρτα, ταραμά και γλιστρίδα. Ένα πιάτο που ξεχώρισα απ’το μενού.

Η λακάνη με αρνί ως κυρίως πιάτο είναι μια παραδοσιακή συνταγή που πίσω της κρύβεται ολόκληρη ιστορία.
Παραδοσιακά στη γιορτή του Απ. Παύλου, μετά από νηστεία στο νησί, οι νοικοκυρές έβαζαν αποβραδίς αρνί με χόντρο (σπασμένο σιτάρι) στο φούρνο και μετά την εκκλησία την επόμενη το έβγαζαν και το σέρβιραν.

Στη συνέχεια προεπιδόρπιο με αποδομημένη την πιο ξακουστή λεμονάδα τη ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ!
Χρονολογείται από το 1950 και η εταιρεία παραγωγής της ιδρύθηκε από την οικογένεια Γιακάτσικα. Γύρω στα τέλη του 1990 έκλεισε και τελευταία ξαναβγήκε στην παραγωγή.
Το όνομά της είναι από τα 2 πρώτα γράμματα των εσπεριδοειδών που εμπεριέχονται: ΜΑνταρίνι – ΠΟρτοκάλι – ΛΕμόνι και έγινε γνωστή γιατί από τα ντόπια εσπεριδοειδή που μάζευαν απ΄τα χωριά Μαλώνα και Μάσαρη της Ρόδου, έπαιρναν απ’το φλοιό τους τα αιθέρια έλαια και έφτιαχναν τη λεμονάδα.
Το προεπιδόρπιο που ετοίμασε ο chef ήταν tartare από αγγούρι, κρέμα και γρανίτα από λεμόνι και σπιτικό ζωμό. Πρότεινε να το δοκιμάσουμε συνδυαστικά με τη λεμονάδα.

Το κυρίως γλυκό ήταν οι μαντινάδες, όπως στους Λινδιακούς γάμους.. ένας συνδυασμός από σουρμπέτι και μελεκούνι.
Θύμιζε κάτι ανάμεσα σε δίπλα και ξεροτήγανο Κρήτης με ισορροπημένη γλυκύτητα και τριμμένο καρύδι πάνω.
Κι εδώ κάπου τελειώνει το “Ταξίδι στη Νότια Ρόδο” με την υπόσχεση να δοκιμάσω σύντομα πιάτα του Κυριάκου Ιακωβίδη και να το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους επισκέπτονται το νησί της Ρόδου!